- φολιά
- Απιθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάθα. Χρύσιππος δὲ καὶ τὸ σέλινον οὕτω λέγει».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φολία — η, Ν μουσ. ισπανική μουσική μορφή που συγγενεύει με την πασακάλια και την σακόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλ. folia με αρχική σημ. «τρέλα» < αρχ. προβηγκιακό folia < fol «ανόητος, τρελός» < υστερολατ. follus < λατ. follis «φυσερό,… … Dictionary of Greek